-
1 скот
-а α.1. αθρσ. τα ζώα, τα κτήνη•крупный рогатый скот τα μεγάλα κερασφόρα ζώα•
мелкий рогатый скот τα μικρά κερασφόρα ζώα•
молочный скот τα γαλακτοφόρα ζώα•
рабочий скот τα φορτηγά ή αροτριόντα ζώα.
2. μτφ. ζώο, κτήνος, κτηνάνθρωπος, ανθρωπόμορφο κτήνος. -
2 скот
скот м τα κτήνη, τα ζώα·крупный (мелкий) рогатый \скот τα μεγάλα (μικρά) κερασφόρα ζώα* * *мτα κτήνη, τα ζώαкру́пный (ме́лкий) рога́тый скот — τα μεγάλα (μικρά) κερασφόρα ζώα
-
3 скот
скотм собир. τα κτήνη, τά ζῶα, τά θρέμματα:крупный рогатый \скот τά μεγάλα κερασφόρα ζῶα· мелкий \скот τά μικρά ζώα, τά γιδοπρόβατα· племенной \скот ζῶα ράτσας· рабочий \скот τά ἀροτριώντα κτήνη. -
4 животное
-ого ουδ.1. ζώο, κτήνος•безпо-звоночные -ые ασπόνδυλα ζώα•
домашние -ые κατοικίδια ζώα•
хишнов -ое αρπαχτικό ζώο•
млекопитающие -ые τα θηλαστικά ζώα•
двухногое животное δίποδο ζώο•
вьючное животное φορτηγό ζώο, υποζύγιο•
всеядное животное παμφάγο ζώο•
сумчатое -μαρσιποφόρο ζώο.
|| ζωική ύπαρξη.2. μτφ. άξεστος, απολίτιστος, αμαθής, βλάκας. -
5 скот
τα (αγροτικά) ζώατα κτήνη, τα θρέμματαкрупный{}мелкий{} рогатый - τα μεγάλα/μικρά κερασφόρα ζώαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скот
-
6 животное
животное с το ζώο, το κτήνος домашние \животноеые τα κατοικίδια ζώα* * *сτο ζώο, το κτήνοςдома́шние живо́тные — τα κατοικίδια ζώα
-
7 млекопитающие
-
8 корм
кормм ἡ ζωοτροφή, ἡ φορβή, ἡ νομή:подножный \корм ἡ βοσκή, ἡ νομή· задавать \корм скоту́ ταίζω τά ζῶα, δίνω νομή στά ζωα. -
9 валить
валить 1валю, валишь ρ.δ.μ.1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•
валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.
|| μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.
2. ρίχνω άτακτα•валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.
3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.
εκφρ.валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.
|| καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•дом -ится το σπίτι κατάρρεει.
|| (για ζώα) ψοφώ•от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.
εκφρ.- ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).валить 2-ит, ρ.δ.1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•толпа -ит ο όχλος κινείται•
снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).
2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•-и, беги! κουνήσου, τρέχε!
βλ. ρ. ενεργ. φ. -
10 нерабочий
-ая, -ееεπ.1. άεργος, ακαμάτης•нерабочий человек άεργος άνθρωπος.
|| μη εργατικός•-ее происхождение η μη εργατική καταγωγή•
-ая рука μη εργατικό (αδούλευτο) χέρι•
-ая одежда γιορτινή φορεσιά.
2. που δε χρησιμοποιείται για δουλειά (για ζώα)•-скот ζώα που δε χρησιμοποιούνται για δουλειά.
3. μη εργάσιμος•г- день μέρα αργίας•
-ее время μη εργάσιμος (ελεύθερος) χρόνος.
4. μη εργατικός•-ее настроение η μη διάθεση για εργασία•
-ая обстановка μη εργατικό περιβάλλον.
-
11 окотить
-ит ρ.σ.μ. (διαλκ.) γεννώ γατάκια. || γεννώ νεογνά (για μερικά ζώα).γεννώ γατάκια. || (για μερικά ζώα) γεννώ νεογνά. -
12 отсадить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. καθίζω, βάζω να καθίσει χώρια, ξεχωρίζω•шалуна за отдельный стол καθίζω το άτακτο παιδί σε άλλο τραπέζι.
2. (για ζώα) χωρίζω•отсадить молодняк χωρίζω τα μικρά (νεαρά) ζώα.
3. φυτεύω χώρια μεταφυτεύω.4. (απλ.) αποκόπτω, κόβω•отсадить палец топором κόβω το δάχτυλο με το τσεκούρι.
5. (τεχ.) καθαρίζω με εξακόντιση υγρού ή αέρα. -
13 позвоночный
επ.σπονδυλικός, του σπόνδυλου. || σπονδυλωτός•-ые животные σπονδυλωτά ζώα.
ουσ. -ые τα σπονδυλωτά (ζώα).εκφρ.позвоночный столб – η σπονδυλική στήλη. -
14 угнать
ρ.σ.1. μ. (για ζώα) οδηγώ, βγάζω, πηγαίνω (στη βοσκή, τσομπάνο κ.τ.τ.).μεταφέρω εσπευσμένα. || διώχνω, απομακρύνω•ветер -ал облака ό άνεμος έδιωξε τα σύννεφα.
|| κλέβω, παίρνω• αρπάζω•у соседа -ли козу и пять кур του γείτονα του έκλεψαν τη γίδα και πέντε..κότες.
|| στέλλω παρά τη θέληση του•их -ли на дальние работы τους έστειλαν μακριά να δουλέψουν.
2. φεύγω ολοταχώς, καληάζϋ).1. παρακολουθώ από κοντά, κατά πόδι.2. μτφ. εξισώνομαι.3. (διαλκ.) φεύγω• πηγαίνω•пастух -лся со скотиной ο βοσκός έφυγε με τα ζώα στη βοσκή.
-
15 упряжка
-и θ.1. (απλ.) ζεύξη, ζέψιμο.2. ζευγμένα ζώα.3. παλ. διαδρομή από σταθμό σε σταθμό (με ζευγμένα ζώα χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή).(διαλκ.) μια οργωσιά (χωρίς ξεκούραση και χωρίς νομή).(απλ..) βάρδια.4. βλ. упряжь (1 σημ.).εκφρ.быть в -е – είμαι κατάλληλος για ζέψιμο•годиться в -е – κάνω για ζέψιμο. -
16 дичь
1. (дикая птица) το θήραμα 2. (мелкие животные) τα θηράματα (πλ.), το κυνήγι, τα μικρά άγρια ζώα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дичь
-
17 животное
το ζώ/οτο κτήνος."'подопытные - ые τα πειραματόζωαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > животное
-
18 загонять
1. (скот) μαντρώνω (τα ζώα) 2. (вбивать силой) μπήγω 3. (доводить до изнеможения животное) εξαντλώ/κουράζω το ζώο μέχρι εξάντλησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загонять
-
19 закалывать
(скот) σφάζω, θανατώνω (τα ζώα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закалывать
-
20 инфузория
биол. το εγχυματικό (ζωά-ριο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инфузория
См. также в других словарях:
ζωά — ζωά̱ , ζωή living fem nom/voc/acc dual (doric) ζωά̱ , ζωή living fem nom/voc sg (doric aeolic) ζωός alive neut nom/voc/acc pl ζωά̱ , ζωός alive fem nom/voc/acc dual ζωά̱ , ζωός alive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωά — Ζωά̱ , Ζωή living fem nom/voc/acc dual Ζωά̱ , Ζωή living fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῴα — ζῴᾱ , ζωή living fem nom/voc/acc dual ζῴᾱ , ζωή living fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωᾷ — Ζωή living fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωᾷ — ζωή living fem dat sg (doric aeolic) ζωός alive fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῷα — ζώιον neut nom/voc/acc pl ζῷον living being neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὰ ζῷα τρέχει — Article principal : Grec ancien. Τὰ ζῷα τρέχει (Tà zỗia trékhei) est une phrase en grec ancien signifiant littéralement « Les animaux courent ». Elle illustre une règle qui indique qu un verbe ayant pour sujet un nom au neutre… … Wikipédia en Français
άγρια ζώα — Τα ζώα που ζουν στη φυσική τους ελευθερία, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα, είτε στον αέρα. Διαχωρίζονται από τα ήμερα ή οικιακά, που συνυπάρχουν στον άμεσο χώρο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και βρίσκονται συνέχεια κάτω από τη βούλησή του. Η… … Dictionary of Greek
ηλεκτροφόρα ζώα — Τα ζώα που έχουν την ιδιότητα να παράγουν ηλεκτρισμό όπως τα ψάρια νάρκη, γυμνόνωτος, φαλοπτέρουρος, διάφορα ημίπτερα της οικογένειας των παρονυχιδών κ.ά. Τα περισσότερα η.ζ. είναι ψάρια και έχουν την πηγή ηλεκτρικού ρεύματος συνήθως πίσω από τα… … Dictionary of Greek
θαλάσσια ζώα — Βλ. λ. θαλάσσιο περιβάλλον … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek